Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα БЪЛГАРСКИ НАРОДНИ ПЕСНИ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα БЪЛГАРСКИ НАРОДНИ ПЕСНИ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

Κάποιες σκέψεις και παρατηρήσεις με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του Π. Θεοχαρίδη με απομαγνητοφωνημένα δημοτικά τραγούδια από την ευρύτερη ορεινή περιοχή (τα λεγόμενα Πομακοχώρια) από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ν. Ξάνθης.

Μετά από μισό αιώνα βλέπει το φως της δημοσιότητας ένα σπάνιο ηχητικό αρχείο με δημοτικά τραγούδια των Πομάκων (εξισλαμισμένων Βουλγάρων) της Νότιας (ελληνικής) Θράκης.
Κάποια απ’ αυτά είναι λίγο – πολύ ήδη γνωστά και κάποια άλλα όχι και τόσο ή καθόλου γνωστά.
Μιλώ πάντα για τους νεότερους, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που βρίσκονται εν ζωή ακόμα μ’ αυτά μεγάλωσαν και είναι χαραγμένα βαθιά στη μνήμη τους.
Σήμερα πια έχουν μείνει ελάχιστοι άνθρωποι, κυρίως ηλικιωμένοι, που τραγουδούν ακόμα τέτοια τραγούδια, χάριν και της γενοκτονικής πολιτικής του ελλαδικού κράτους.

Ήταν τέτοια η αποστροφή και το μίσος των χριστιανών Ελλήνων χουντικών δασκάλων (!!!) για οτιδήποτε σλαβικό ή βουλγαρικό, που δεν δίσταζαν ακόμα και να βιαιοπραγούν σε βάρος μαθητών τους εντός του σχολικού περιβάλλοντος στο άκουσμα και μόνο κάποιου εξ’ αυτών να προφέρει έστω και λέξη στη μητρική του γλώσσα.  Οι δε μουσουλμάνοι συνάδελφοι τους παρακολουθούσαν αμίλητοι τη βάναυση “διαπαιδαγώγηση” και τον ψυχικό βιασμό των ανυπεράσπιστων θυμάτων.  Έπρεπε να ξεχάσουν οτιδήποτε πρόδιδε την καταγωγή και προέλευση τους και να εκτουρκιστούν με τη βία, διότι αυτό συνέφερε τους πάτρονες τότε.  Υπήρχε η “θανάσιμη” απειλή του κομμουνισμού εκ του βορρά.  Πρόκειται για αληθινή ιστορία, την οποία μου “εκμυστηρεύτηκε” ένας μεσήλικας κάτοικος του Εχίνου πριν λίγα χρόνια όταν ακόμα εργαζόμουν στο Ιεροσπουδαστήριο του Εχίνου.  Φοβούμαι όμως πως δεν θα είναι και η μοναδική.  Πόσοι τολμούν όμως να “ανοιχτούν” και να πουν τα πράγματα με το όνομα τους;  Ελάχιστοι ίσως και σίγουρα όχι δημόσια.

Υποψιάζομαι πως αυτός είναι και ο λόγος που καθυστέρησε τόσο πολύ να δημοσιοποιήσει το ηχητικό του αρχείο ο κ. Θεοχαρίδης.  Ο ίδιος εξάλλου, αν δεν κάνω λάθος, είχε ομολογήσει στο παρελθόν ότι δεν του επέτρεπαν να εκδώσει και κάποιο άλλο γλωσσικό και λαογραφικό υλικό, το οποίο είχε καταφέρει να συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του σε σχολεία της περιοχής μας.

“Κάλλιο αργά παρά ποτέ” λέει μια γνωστή ρήση και οφείλω να συγχαρώ τον δάσκαλο για τη δραστηριότητα του αυτή, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε σε κάποια θέματα, μόνο που στην περίπτωση αυτή δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι η ρήση αυτή μπορεί να έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα.  Ο λόγος είναι ότι έχει προκληθεί ήδη μια ανεπανόρθωτη ζημιά σε βάρος μιας μερίδας ανθρώπων της μειονότητας, το “υψηλό” θρησκευτικό αίσθημα των οποίων κατάφεραν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο αλλότριες δυνάμεις για ίδιον πολιτικό όφελος.

Η αλλοπρόσαλλη και εγκληματική αυτή πολιτική του ελλαδικού κράτους δεν ξέρω αν έχει προηγούμενο και παρότι η κατάσταση τις τελευταίες μερικές δεκαετίες έχει αλλάξει προς το καλύτερο, εντούτοις το θεμελιώδες και πανανθρώπινο δικαίωμα στην εκμάθηση μέσα από το οργανωμένο σχολικό περιβάλλον της μητρικής τους γλώσσας, δικαίωμα που προβλέπει ρητά η Συνθήκη της Λωζάνης, παραβιάζεται κατάφωρα μέχρι και τις μέρες μας.
Πρόκειται για ένα πραγματικό θέατρο του παραλόγου, στο οποίο οι διοικούντες με περίσσιο θράσος “εγκαλούν” τη γειτονική Τουρκία για παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου όταν και οι ίδιοι πράττουν ακριβώς το ίδιο ολέθριο λάθος.

Τα τελευταία χρόνια, φυσικά, έχουν εκδοθεί διάφορα βιβλία, έντυπα και λοιπό υλικό για τους Πομάκους και τα “Πομακικά” από “πομακολόγους”, “σλαβολόγους” και διάφορους άλλους “ειδήμονες” τους είδους σε μια προσπάθεια να τονωθεί τάχατες το “ελληνικό” φρόνημα των εξισλαμισμένων Βουλγάρων της Δ. Θράκης και να “αποτραπεί” ο πλήρης εκτουρκισμός τους, τον οποίο επέβαλαν δια της βίας οι ίδιοι ή κάποιοι “πρόγονοι” αυτών – η σχιζοφρένεια σε όλο της το μεγαλείο.  Το θέμα, βεβαίως, είναι ότι η Τουρκική εξακολουθεί να διδάσκεται στα μειονοτικά σχολεία της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης με την προοπτική μάλιστα να διευρυνθεί και στην προσχολική αγωγή.

Το πάγιο ψευδοεπιχείρημα και “άλλοθι” της εκάστοτε ανεκδιήγητης πολιτικής ηγεσίας ήταν και είναι ο ισχυρισμός ότι τα “Πομακικά” δεν υπάρχουν στον γραπτό λόγο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει καμιά παρέμβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα, εξακολουθώντας να συγκαλύπτει τα εγκλήματα της.

Συμφωνώ κι επαυξάνω, λοιπόν, ως γνήσιος Βούλγαρος και με τη βούλα του βουλγαρικού κράτους, πως, ναι, τα αποκαλούμενα “Πομακικά” όντως δεν υπάρχουν στον γραπτό λόγο για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά κάποιες βουλγαρικές διάλεκτοι και ιδιώματα της οροσειράς της Ροδόπης.  Προς επίρρωση αυτού κάποιοι γηγενείς “μελετητές” μάλιστα το δηλώνουν δημόσια, ρητά, απερίφραστα και ανερυθρίαστα, μια άκρως εντιεπιστημονική άποψη, ότι αυτές οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα εντός της ελληνικής επικράτειας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητη και αυτόνομη γλώσσα!!!  Αυτό, κύριοι, της “επιστημονικής” κοινότητας με μία λέξη λέγεται “προπαγάνδα”.

Και αφού επομένως όλα αυτά τα λεγόμενα “πομακικά” ιδιώματα είναι αποδεδειγμένα βουλγαρικά, ο παραπάνω ισχυρισμός της πολιτικής μαφίας περί μη ύπαρξης της “Πομακικής” στον γραπτό λόγο πάει περίπατο.  Τόσο απλά, τόσο καθαρά.

Γλωσσολόγος ο ίδιος δεν είμαι, επαναλαμβάνω.  Έχω τραβήξει όμως πολύ κουπί, για να φτάσω να γράφω αυτά που γράφω.  Οπότε τα πούστικα τερτίπια σας στους πούστηδες.
Η μητρική μας γλώσσα, λοιπόν, είναι η Βουλγαρική, είτε αρέσει είτε όχι.  Και όποιος τζουτζές ισχυρίζεται ότι η Βουλγαρική δεν υπάρχει στον γραπτό λόγο, θα του πω πολύ κομψά πως έχει άμεση ανάγκη από “ειδική” ιατρική φροντίδα.

Στο θέμα μας τώρα με το βιβλίο.
Η αλήθεια είναι πως μου το έφεραν στο σπίτι πριν λίγες ημέρες και δεν πρόλαβα παρά ελάχιστα να το “μελετήσω”.

Καταρχήν να πω ότι αυτή η “εμμονή” των συντακτών σ’ ένα αλφάβητο που εφηύρα, λέει, πριν από μερικές δεκαετίες αρχίζει και καταντάει “ανέκδοτο”, όταν ο ίδιος το έχω εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό, εξαιτίας της πληθώρας προβλημάτων που παρουσιάζει.

Δικαίωμα του καθενός είναι να χρησιμοποιεί ό,τι θέλει.  Το θέμα όμως είναι ότι ακόμα και μ’ αυτό το αλφάβητο η απομαγνητοφώνηση και η κειμενοποίηση του ηχητικού υλικού δεν έχει αποδοθεί σωστά σε αρκετές περιπτώσεις.  Αυτό, υποψιάζομαι, πως οφείλεται εν πολλοίς στο ότι το υλικό προέρχεται από διάφορες περιοχές με διαφορετικά ιδιώματα, ενώ ο βοηθός συντάκτης προφανώς δεν είναι εξοικειωμένος μ’ όλα αυτά, αλλά ακόμη και με το ίδιο το αλφάβητο.  Κάποιες μεταφραστικές “ατέλειες” μπορώ να τις κατανοήσω, διότι και ο ίδιος πολλές φορές αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες στο θέμα αυτό.

Σε ό,τι αφορά στα τραγούδια αυτά καθεαυτά, τα περισσότερα νομίζω πως τραγουδιούνται στον ευρύτερο χώρο της Ροδόπης εκατέρωθεν των συνόρων.  Κάποια απ’ αυτά δε έχουν καταγραφεί πολύ παλαιότερα από Βούλγαρους και ξένους λαογράφους κι εθνολόγους σε διάφορες παραλλαγές τους και η μόνη πραγματική διαφορά τους είναι τα διαφορετικά αλφάβητα που έχουν χρησιμοποιηθεί (λατινικό και κυριλλικό αντίστοιχα).

Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα τραγούδι στη σελίδα 50 του βιβλίου (Zaspálo e čelebíjče – Заспало е челебийче) από το χωριό Ρεύμα (κοντά στο Ωραίο) που τραγουδάει ανώνυμος ερμηνευτής και το οποίο ομολογώ πως για  πρώτη φορά διάβασα και άκουσα από άνθρωπο της περιοχή μας (ίσως να φταίει το “νεαρό” της ηλικίας μου).  Το ίδιο τραγούδι από την άλλη μεριά των ψεύτικων πολιτικών συνόρων φαίνεται πως έχει ιδιαίτερη απήχηση, αν κρίνω από τον αριθμό των ερμηνευτών και των βιντεοκλίπς που υπάρχουν αναρτημένα στο γνωστό YOUTUBE.
Κάτι άλλο που είδα με τα τραγούδια και σ’ αυτό και σε άλλα βιβλία παλαιότερα είναι ότι κάποια απ’ αυτά είναι “μισά”, ελλιπή ή η σειρά των στίχων είναι κάπως ανακατεμένη, με αποτέλεσμα ο “μελετητής” να δυσκολεύεται στο έργο του.  Νομίζω όμως ότι γι’ αυτό το θέμα με τα δημοτικά τραγούδια παντού ισχύουν τα ίδια, εφ’ όσον γίνεται λόγος κυρίως για προφορική παράδοση.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια για την καταγραφή της υπό εξαφάνιση προφορικής λαϊκής παράδοσης μιας ομάδας πληθυσμού που έχει υποστεί τα πάνδεινα στο διάβα του χρόνου και σίγουρα αξίζει μεγαλύτερο σεβασμό και δικαιότερη αντιμετώπιση από όλους μα κυρίως από το πολιτικό κατεστημένο.
Εκτός αυτού όμως, θα έλεγα ότι αποτελεί, μαζί με πολλά άλλα, ένα αρκετά αξιόπιστο ντοκουμέντο για το έγκλημα που έχει συντελεστεί σε βάρος ενός λαού στο όνομα της “πολιτικής ορθότητας” κάποιων σκοτεινών κέντρων εξουσίας.

Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα DVD με περισσότερα από 100 τραγούδια από το Ρεύμα, το Ωραίο, τις Θέρμες, τη Μάνταινα, τη Γοργόνα, τον Ακραίο, το Τέμενος, τη Γλαύκη, τον Εχίνο και την Πάχνη.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο και σύντομα να ακολουθήσουν κι άλλες εκδόσεις.

Ακούστε το “επίμαχο” τραγούδι από ένα απλό βιντεοκλίπ που ετοίμασα για να προμοτάρω και το εν λόγω βιβλίο.



Ακούστε παρακάτω και τις διάφορες παραλλαγές που ερμηνεύονται από πλειάδα ερμηνευτών από την άλλη πλευρά των συνόρων.